Νόσος στελέχους: Αντιμετώπιση με stent ή χειρουργείο;
Η νόσος στελέχους της αριστερής στεφανιαίας αρτηρίας είναι μια συμπλοκή ανατομική βλάβη, η οποία απαντάται σε ποσοστό 5-7% των ασθενών που υποβάλλονται σε στεφανιογραφία. Έχει ιδιαίτερη κλινική σημασία, διότι αρδεύει κατά πολύ μεγάλο ποσοστό το μυοκάρδιο της αριστερής κοιλίας. Επομένως, η σοβαρού βαθμού στένωση του στελέχους επιφέρει υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, ιδίως αν δεν αντιμετωπιστεί σωστά και έγκαιρα.
Στις μέρες μας, η αντιμετώπιση της νόσου στελέχους μπορεί να γίνει με δύο τρόπους, είτε με τη διαδερμική μέθοδο – δηλαδή την αγγειοπλαστική με εμφύτευση stent, είτε με ανοιχτό χειρουργείο, το bypass (αορτοστεφανιαία παράκαμψη).
«Η εξέλιξη της επεμβατικής καρδιολογίας, τα τελευταία 40 χρόνια, είναι ραγδαία και βοήθησε στην επιτυχή αντιμετώπιση, με τη διαδερμική μέθοδο, ολοένα και περισσότερων συμπλοκών περιστατικών. Η μέθοδος αυτή πραγματοποιείται από τον καρπό του χεριού, όπου μέσω της κερκιδικής αρτηρίας εισάγουμε καθετήρες, οι οποίοι φτάνουν μέχρι τα αγγεία της καρδιάς, χρησιμοποιώντας τοπική αναισθησία.
Στη συνέχεια, με ειδικά υλικά όπως σύρματα, ειδικούς ασκούς και stent μπορούμε να πετύχουμε την ολική διάνοιξη του αγγείου και να αποκαταστήσουμε τις βλάβες στα αγγεία της καρδιάς (στεφανιαίες αρτηρίες).
Με την ανάπτυξη νέων τεχνικών και τη χρήση των 3ης γενιάς φαρμακευτικώς επικαλυμμένων stent, παρατηρήθηκαν ενθαρρυντικά αποτελέσματα καθιστώντας την αγγειοπλαστική ως μία από τις μεθόδους εκλογής στην αντιμετώπιση του στελέχους της αριστερής στεφανιαίας αρτηρίας», επισημαίνει ο κ. Θάνος Κολυβήρας, Επεμβατικός Καρδιολόγος, Διευθυντής Δ΄ Καρδιολογικής Κλινικής –Κλινική Επεμβατικής Καρδιολογίας στο Metropolitan General.
Σε αντίθεση με το ανοιχτό χειρουργείο – bypass, η διαδερμική αντιμετώπιση με αγγειοπλαστική προσφέρει αρκετά πλεονεκτήματα στους ασθενείς.
Η επέμβαση γίνεται από τον καρπό του χεριού, χωρίς να υπάρχουν ανοιχτές τομές, διαρκεί μία έως δύο ώρες και οι περισσότεροι ασθενείς είναι δυνατόν να επιστρέψουν στο σπίτι τους την ίδια ή την επόμενη ημέρα μετά την επέμβαση με τον χρόνο ανάρρωσης να είναι σημαντικά πιο σύντομος.
Το «ανοιχτό» χειρουργείο καρδιάς γίνεται με στόχο να δημιουργηθούν παρακαμπτήριες οδοί του αίματος (που θα παρακάμψουν τις στενώσεις των αρτηριών της καρδιάς) με σκοπό τη σωστή κυκλοφορία του μέσα στα στεφανιαία αγγεία.
Χρησιμοποιούνται μοσχεύματα από τον ίδιο τον ασθενή, όπως ένα μέρος από τη φλέβα του ποδιού (σαφηνής φλέβα), μία ή δύο αρτηρίες από το θώρακα (έσω μαστική αρτηρία) και μία αρτηρία του χεριού (κερκιδική αρτηρία), τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για να γίνει η παράκαμψη των στενώσεων. Ο χρόνος παραμονής στο νοσοκομείο είναι συνήθως 6 ημέρες (μαζί με την παραμονή στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας).
Υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις και στον τομέα της καρδιοχειρουργικής τα τελευταία χρόνια, όπου πλέον μπορούν να γίνουν επεμβάσεις χωρίς το μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας (off-pump bypass), καθώς επίσης οι τομές στον θώρακα είναι μικρότερες με τη χρήση ρομποτικών μέσων.
Οι μελέτες
Σε επιστημονικό επίπεδο, οι μελέτες οι οποίες ξεχώρισαν την τελευταία 5ετία είναι η NOBLE και η EXCEL. Δύο πολύ σημαντικές μελέτες, οι οποίες θέλησαν να απαντήσουν στο ερώτημα ποια μέθοδος είναι ασφαλέστερη μεταξύ της αγγειοπλαστικής με stent και του bypass και ποια εκ των δύο προσφέρει καλύτερα μακροχρόνια αποτελέσματα.
«Σε πολλά επιστημονικά συνέδρια υπήρξε διχογνωμία μεταξύ των επεμβατικών καρδιολόγων και των καρδιοχειρουργών, καθώς η μελέτη EXCEL έδειξε υπεροχή της αγγειοπλαστικής έναντι του bypass, ενώ η μελέτη NOBLE το αντίθετο.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι και οι δύο μέθοδοι επαναιμάτωσης (διαδερμική αγγειοπλαστική με stent ή bypass) είναι ασφαλείς για την αντιμετώπιση των ασθενών με νόσο στελέχους και οι επεμβάσεις αυτές πρέπει να γίνονται σε εξειδικευμένα κέντρα.
Η Δ΄ Καρδιολογική Κλινική – Κλινική Επεμβατικής Καρδιολογίας του Metropolitan General αποτελείται από εξειδικευμένους επεμβατικούς καρδιολόγους που αναλαμβάνουν την έγκαιρη διάγνωση, τη θεραπεία και την επεμβατική αντιμετώπιση των ασθενών με συμπλοκή στεφανιαία νόσο και νόσο στελέχους», καταλήγει ο κ. Κολυβήρας.