Γλαύκωμα: Θεραπεία με νανο-εμφύτευμα αντικαθιστά τα κολλύρια

0
630

Ένα νανο-εμφύτευμα για το γλαύκωμα έχει τη δυνατότητα να ελαττώσει την ενδοφθάλμια πίεση και να διατηρεί αναλλοίωτη την όραση για 2-3 χρόνια, αναφέρουν επιστήμονες από τις ΗΠΑ. Το γλαύκωμα προσβάλλει το 3-4% των ατόμων ηλικίας 40-80 ετών σε όλο τον κόσμο και αποτελεί την κύρια αιτία απώλεια της όρασης.

Το εμφύτευμα τοποθετείται ενδοφθάλμια και απελευθερώνει σταθερή ποσότητα αντιγλαυκωματικού φαρμάκου με την ουσία βιματοπρόστη (bimatoprost),  καθώς είναι βιοδιασπώμενο. Η ουσία bimatoprost περιέχεται σε αντιγλαυκωματικά κολλύρια τα οποία κυκλοφορούν και στη χώρα μας, αλλά προϋποθέτει καθημερινή ενστάλαξη στα μάτια των πασχόντων από γλαύκωμα και δρα ως ισχυρός οφθαλμικός υποτασικός παράγοντας.

Τι είναι γλαύκωμα

«Με τον όρο γλαύκωμα, αναφερόμαστε σε μια ομάδα οφθαλμικών παθήσεων με κοινό χαρακτηριστικό την προοδευτική βλάβη του οπτικού νεύρου. Η πιο συνηθισμένη αιτία που προκαλεί τη βλάβη αυτή είναι η αυξημένη πίεση του οφθαλμού (ενδοφθάλμια πίεση)», λέει ο Χειρουργός-Οφθαλμίατρος δρ Αναστάσιος Ι. Κανελλόπουλος, MD, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision και καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου νέας Νέας Υόρκης (NYU Medical School).

Ποιες είναι οι βλάβες που προκαλεί:

-Μείωση της περιφερικής όρασης, μη αντιληπτή μέχρι να πάρει διαστάσεις.

-Το μη έγκαιρα διαγνωσμένο γλαύκωμα μπορεί να προκαλέσει καταστροφική βλάβη του οπτικού νεύρου, οδηγώντας τελικά στην ολική τύφλωση.

-Το γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας (πιο συχνή μορφή του: 57,5 εκατομμύρια παγκοσμίως), στο οποίο αποφράσσεται με την πάροδο του χρόνου η αποχετευτική οδός των υγρών του ματιού, με συνέπεια την σταδιακή αύξηση της πίεσης μέσα στο μάτι.

Οι ομάδες υψηλού κινδύνου είναι:

-άτομα άνω των 60 ετών,

-όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό της νόσου,

-μακροχρόνιοι χρήστες στεροειδών φαρμάκων,

-ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη

-όσοι έχουν υψηλή μυωπία, υπέρταση, λεπτούς κερατοειδείς χιτώνες (πάχος κάτω από 5 mm στο κέντρο) και

ιστορικό τραυματισμού στο μάτι.

Θεραπεία

Ενδείκνυται η χρήση τοπικών φαρμάκων (οφθαλμικές σταγόνες ή κολλύρια) που μειώνουν την ενδοφθάλμια πίεση, όπως είναι οι προσταγλανδίνες και  χρησιμοποιούνται μόνο μία φορά την ημέρα, συνήθως το βράδυ. Ωστόσο, συνήθως αμελείται η καθημερινή χρήση. Πολλές φορές οι ασθενείς δεν συμμορφώνονται στις συστάσεις των γιατρών  εξαιτίας της τοξικότητας και του χρόνιου ερεθισμού που συχνά προκαλούν σε μεγάλο ποσοστό των ασθενών.

Εναλλακτικά η ενδοφθάλμια ένθεση του νανο-εμφυτεύματος 2-3 φορές το χρόνο, παρακάμπτει αυτό το πολύ σοβαρό πρόβλημα, όπως επισημαίνει ο κ. Κανελλόπουλος

«Η ελλιπής συμμόρφωση στις τοπικές θεραπείες αναφέρεται σε ποσοστό έως και 80% των ασθενών, οι οποίοι ξεχνούν να τις εφαρμόσουν ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αυτοχορήγησή τους ή στην τήρηση του προγράμματος. Δυστυχώς, η έλλειψη αυτή σχετίζεται με ταχύτερη εξέλιξη της νόσου και επιδείνωση της όρασης. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη για ανάπτυξη συστημάτων παρατεταμένης αποδέσμευσης (διοχέτευσης) υποτασικών παραγόντων σε συγκεκριμένα σημεία των οφθαλμών» αναφέρει ο γιατρός.

Το νέο εμφύτευμα

Έχει μήκος περίπου 1 χιλιοστό και διάμετρο 0,2 χιλιοστά, το οποίο  τοποθετείται με έγχυση στον πρόσθιο θάλαμο του ματιού. Πρόκειται για έναν χώρο γεμάτο με υγρό (λέγεται υδατοειδές υγρό), ο οποίος βρίσκεται στο εσωτερικό του ματιού, μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και της ίριδας. Η τοποθέτηση γίνεται με τοπική αναισθησία. Μόλις τοποθετηθεί το εμφύτευμα, οι πόροι του γεμίζουν με υδατοειδές υγρό και αρχίζει η αποδέσμευση της ουσίας βιματοπρόστης.

Μέσα σε τρεις-τέσσερις μήνες έχει αποδεσμευτεί το μεγαλύτερο τμήμα του φαρμάκου και το εμφύτευμα έχει διασπαστεί σε σχεδόν μη ανιχνεύσιμα επίπεδα. Ωστόσο η δράση του συνεχίζεται για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα.

«Νεότερα δεδομένα που παρουσιάσθηκαν στο πρόσφατο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Οφθαλμολογίας (ΑΑΟ 2021) έδειξαν κατ’ αρχάς ότι μετά από τρία διαδοχικά εμφυτεύματα, με χρονική απόσταση τεσσάρων μηνών το ένα από το άλλο, η διάμεση ενδοφθάλμια πίεση παρουσίασε πολύ σημαντική μείωση», εξηγεί ο κ. Κανελλόπουλος. «Η αρχική τιμή της ήταν κατά μέσο όρο 23-24 mmHg πριν το πρώτο εμφύτευμα και έφτασε στο 16-17 mmHg μετά το τρίτο εμφύτευμα, όταν φυσιολογικές θεωρούνται οι τιμές κάτω από 21 mmHg» καταλήγει ο γιατρός.